αὐτογέννητα

αὐτογέννητα
αὐτογέννητος
with her own child
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αὐτογέννητ' — αὐτογέννητα , αὐτογέννητος with her own child neut nom/voc/acc pl αὐτογέννητε , αὐτογέννητος with her own child masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίμημα — κοίμημα, τὸ (Α) [κοιμώμαι] 1. το να κοιμάται κάποιος με άλλον, το πλάγιασμα 2. φρ. («κοιμήματά τ αὐτογέννητα» (για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η συγκοίμηση τής μητέρας με το τέκνο της (Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”